- προδιαγωγη
- προδιαγωγήπρο-διαγωγήἥ длинный водопровод Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προδιαγωγή — previous passing through fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιαγωγή — ἡ, Α το να διέρχεται κάτι από κάπου πριν από κάτι άλλο («προδιαγωγή δι ἀργίλου», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαγωγή (< διάγω «περνώ απέναντι, διαβαίνω)] … Dictionary of Greek